αριζήλωτος

αριζήλωτος
ἀριζήλωτος, -ον (AM) και -ζήλητος (Μ)
αξιοζήλευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι-* + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀριζήλωτοι — ἀριζήλωτος much to be envied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”